- διαγωγή
- ηο τρόπος συμπεριφοράς: Τα παιδιά στο σχολείο κρίνονται και για τη διαγωγή τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαγωγή — carrying across fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωγή — η (AM διαγωγή) [διάγω] 1. ο τρόπος με τον οποίο περνά κανείς τη ζωή του 2. η συμπεριφορά, το φέρσιμο 3. φρ. α) «κακής διαγωγής άνθρωπος» άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχές β) (για γυναίκα) «κακής διαγωγής» πόρνη μσν. νεοελλ. τόπος διαμονής αρχ. 1. η… … Dictionary of Greek
διαγωγῇ — διαγωγῆι , διαγωγεύς conductor masc dat sg (epic ionic) διαγωγή carrying across fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωγῆ — διαγωγεύς conductor masc nom/voc/acc dual διαγωγεύς conductor masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωγαῖς — διαγωγή carrying across fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωγαί — διαγωγή carrying across fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωγήν — διαγωγή carrying across fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωγῶν — διαγωγή carrying across fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
въведениѥ — ВЪВЕДЕНИ|Ѥ (43), ˫А с. 1.Введение внутрь чего л.: Никъто же въноутрь... цр҃кве скотѩте какого оубо да не въведеть. развѣ не а||ще къто поутьмь шьствоу˫а... хлѣвиныи обитѣли не имыи въ таковѣи обитаѥть цр҃кви. не въведени˫а бо ради въноутрь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
διάγω — (AM διάγω) διαβιώ, περνώ τη ζωή ή κάποιο χρονικό διάστημα σύμφωνα με κάποιον τρόπο ή υπό ορισμένες συνθήκες νεοελλ. 1. κατοικώ, διαμένω 2. κάνω, πράττω αρχ. μσν. φρ. «διάγω ἑορτήν» εορτάζω αρχ. 1. περνώ κάτι απέναντι 2. (αμτβ.) διαβαίνω, περνώ 3 … Dictionary of Greek